Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η άνοδος της ευημερίας

  • 1 рост

    рост м 1) το ανάστημα, το μπόι 2) (развитие) η ανάπτυξη; η αύξηση (увеличение)9 \рост благосостояния η άνοδος της ευημερίας
    * * *
    м
    1) το ανάστημα, το μπόι
    2) ( развитие) η ανάπτυξη; η αύξηση ( увеличение)

    рост благосостоя́ния — η άνοδος της ευημερίας

    Русско-греческий словарь > рост

  • 2 рост

    α.
    1. αύξηση, ανάπτυξη• μεγάλωμα• άνοδος•

    рост населения αύξηση του πληθυσμού•

    -растений το μεγάλωμα των φυτών•

    творческий рост артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού•

    рост производства αύξηση της παραγωγής•

    рост благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού•

    остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι.

    2. ανάστημα•

    мужчина высокого -а άντρας υψηλού αναστήματος•

    -ом с тебя στο δικό σου ανάστημα•

    какого он роста? τι ανάστημα έχει αυτός;•

    не по -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα•

    встать по -у συντάσσομαι κατ ανάστημα.

    3. τόκος• επιτόκιο•

    давать деньги в рост δίνω χρήματα με τόκο.

    εκφρ.
    во весь рост – α) ολόρθος•
    стоять во весь рост – στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρουαναστήματος;•
    на рост (шить, покупать) – με εσωτερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)•
    пойти (тронуть(ся) в рост – φυτρώνω, φύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рост

  • 3 подъём

    α.
    1. βλ. поднятие..
    2. άνοδος, αύξηση• ανάπτυξη•

    промышленный подъём βιομηχανική άνοδος•

    подъём материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού•

    подъём производства товаров αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων.

    3. έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία.
    4. ανήφορος•

    крутой подъём απότομος ανήφορος•

    спуск и подъём κατήφορος και ανήφορος.

    5. ο ταρσός του ποδιού. || το ύψωμα του υποδήματος στον ταρσό.
    6. εγερτήριο.
    7. ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά•

    подъём реки φουσκωποταμιά.

    лёгок (лёгкий) на подъём καλόβουλος, καταδεχτικότατος αβάρετος πεταχτός•

    тяжёл (тяжёлый) на подъём βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι•

    деньги на подъём τα οδοιπορικά (έξοδα).

    Большой русско-греческий словарь > подъём

  • 4 рост

    рост
    м
    1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:
    остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·
    2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:
    высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·
    3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα.

    Русско-новогреческий словарь > рост

См. также в других словарях:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σεούλ — (Κιονγκσόνγκ). Πόλη (9.645.932 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Κορέας και της ομώνυμης επαρχίας (605 τ. χλμ.) που εκτείνεται γύρω από την πόλη και περιλαμβάνει τα άμεσα περίχωρα με τα προάστια και τα αστικά κέντρα που εξαρτιούνται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»